ηδονίζομαι

ηδονίζομαι
αμετ.
1) наслаждаться, упиваться; быть довольным; 2) быть похотливым, чувственным, сладострастным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηδονίζομαι" в других словарях:

  • ηδονίζομαι — ηδονίζομαι, ηδονίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηδονίζομαι — ηδονίστηκα 1. αισθάνομαι ηδονή, ευχαρίστηση: Ηδονίζεται να βασανίζει τους άλλους. 2. είμαι φιλήδονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμφιληδονώ — ἐμφιληδονῶ ( έω) και ἐμφιληδῶ ( έω) (Α) ευχαριστούμαι, ηδονίζομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»